επιξηραινω

επιξηραινω
    ἐπιξηραίνω
    ἐπι-ξηραίνω
    высыхать, сохнуть Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιξηραινω" в других словарях:

  • επιξηραίνω — (Α ἐπιξηραίνω) ξηραίνω κάτι στην επιφάνεια αρχ. 1. ξεραίνομαι κατά διαλείμματα 2. γίνομαι αποξηραντής 3. συμπυκνώνομαι …   Dictionary of Greek

  • επιξηραντικός — ἐπιξηραντικός, ή, ό (Α) [επιξηραίνω] αυτός που ξηραίνει την επιφάνεια κάποιου πράγματος …   Dictionary of Greek

  • επιξηρασία — ἐπιξηρασία, ἡ (Α) [επιξηραίνω] η ξηρασία τής επιφάνειας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»